- αἰόλος
- αἰόλος1 changeful, fickle
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αἰόλος — quick moving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴολος — quick moving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
Αίολος — ο όνομα του θεού των ανέμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰολώτερον — αἰόλος quick moving adverbial comp αἰόλος quick moving masc acc comp sg αἰόλος quick moving neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰόλα — αἰόλος quick moving neut nom/voc/acc pl αἰόλᾱ , αἰόλος quick moving fem nom/voc/acc dual αἰόλᾱ , αἰόλος quick moving fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эол — (Αΐολος, лат. Aeolus): 1) сын Эллина и нимфы Орсеиды, дядя Девкалиона, брат Дора и Ксута, родоначальник эолийского племени, царствовавший в фессалийской Магнезии; 2) по Гомеровской Одиссее (см.), сын Гиппота, властитель острова Эолии (см.) и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αἰόλαι — αἰόλος quick moving fem nom/voc pl αἰόλᾱͅ , αἰόλος quick moving fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰόλον — αἰόλος quick moving masc acc sg αἰόλος quick moving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰόλων — αἰόλος quick moving fem gen pl αἰόλος quick moving masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰόλως — αἰόλος quick moving adverbial αἰόλος quick moving masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)